- κοραλλιοφόρος
- -α, -οαυτός που φέρει ή παράγει κοράλλια: Οι θάλασσες αυτές είναι κοραλλιοφόρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοραλλιοφόρος — α, ο (για θαλάσσια περιοχή) αυτός που έχει ή παράγει κοράλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + φόρος (< φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περ. Μνημοσύνη] … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek